- Μνησιθέου
- Μνησίθεοςremembering Godmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μνησιθέου — μνησίθεος remembering God masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιοτροφικός — νηπιοτροφικός, ή, όν (Α) [νηπιοτροφώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανατροφή τών νηπίων 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νηπιοτροφικός τίτλος ιατρικού συγγράμματος τού Μνησιθέου Αθηναίου … Dictionary of Greek